- στερεοτομία
- η, Ντεχνολ. η τεχνική τής κοπής και τής λάξευσης τών στερεών σωμάτων, όταν αυτά χρησιμοποιούνται στις διάφορες τεχνικές κατασκευές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereotomie (< στερεός + -τομία < -τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.